- φράσμων
- -ον, Αβλ. φράδμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
φραδμοσύνη — και φρασμοσύνη, ἡ, Α [φράδμων / φράσμων, όνος] ευφυΐα, επιτηδειότητα … Dictionary of Greek